El estudio del modo subjuntivo presenta, sin duda, una elevada complejidad no solamente desde el prisma de la enseñanza del español como lengua extranjera, sino también desde el punto de vista descriptivo.
En este sentido, resulta indicativo el número tan elevado de trabajos de enfoque sincrónico, tanto de fin didáctico como de índole teórica. No obstante, los estudios de carácter historiográfico son escasos. A este respecto, señalamos el trabajo de Zamorano Aguilar (2005), donde se trata el período 1771-1973.
La presente tesis, pues, persigue constituir un avance en el estudio del modo subjuntivo desde la perspectiva historiográfica. Puesto que el subjuntivo constituye, además, un tema de gran amplitud, se ha optado por focalizar la atención en las oraciones subordinadas sustantivas. En ese marco, nuestra tesis consiste en un estudio historiográfico sobre el modo subjuntivo y su empleo en las oraciones subordinadas sustantivas, basado en un corpus de gramáticas del español publicadas entre 1973 y 2009.
Por lo que se refiere a la metodología, seguimos la propuesta de Zamorano Aguilar (2012; 2022), de manera que nuestro trabajo se interpreta de acuerdo con la teoría de la comunicación. En particular, como emisores se comprenden los autores y las autoras de las distintas gramáticas; como receptores, los destinatarios de tales obras (principalmente hablantes nativos); como mensaje, la caracterización del modo subjuntivo y la explicación de su empleo en las oraciones subordinadas sustantivas presentadas en las distintas gramáticas; como canal, las gramáticas del corpus; como código, la lengua en que fueron redactadas, esto es, el español; y como contexto el período en el que se publicaron.
En cuanto a los objetivos, el objetivo principal consiste en examinar el curso de las ideas gramaticales en torno al modo subjuntivo y su tratamiento en las subordinadas sustantivas en las obras del corpus. Para llevar a cabo su consecución, que tiene lugar en el capítulo quinto, se ha establecido una serie de objetivos específicos, que se desarrollan en el resto de los capítulos. En particular, en el capítulo segundo se revisan los límites conceptuales de la modalidad y del modo verbal, debido a su frecuente confusión en la descripción gramatical y la repercusión de dicha confusión en la concepción del modo subjuntivo. En el tercer capítulo se presenta una serie de propuestas sobre la caracterización del modo subjuntivo, y el cuarto capítulo se dedica a la revisión teórica del empleo del modo en las subordinadas sustantivas. El objetivo específico que se materializa en estos capítulos consiste en crear una visión global acerca de la caracterización del subjuntivo y la explicación de su empleo en las subordinadas sustantivas a lo largo del período 1973- 2009. Ello se realiza mediante la ampliación de los que se entienden como emisores y destinatarios, a saber, se incluyen trabajos más allá de la descripción gramatical y cuyos destinatarios no son necesariamente los hablantes nativos. Para el análisis, los distintos trabajos están ordenados cronológicamente.
En lo que respecta a los resultados obtenidos, mediante nuestro análisis se comprueba, en primer lugar, que la confusión entre los conceptos de la modalidad y del modo verbal tiene raíces bien profundas y se presenta una explicación acerca de su difusión. En segundo lugar, se señala la conveniencia de partir de la modalidad a la hora de explicar la expresión textual del modo subjuntivo en las subordinadas sustantivas.
Por otro lado, la ampliación de los conceptos de los emisores y los destinatarios en el capítulo tercero permite observar que, a lo largo del período 1973-2009, se cuestionan los criterios de la realidad/irrealidad para la caracterización de los modos indicativo y subjuntivo y empiezan a ser reemplazados por los conceptos de la aserción, la no aserción, la presuposición semántica, la presuposición pragmática, los verbos factivos y los verbos semifactivos, la oposición «información nueva/información compartida» y la oposición «tema/rema».
De igual forma, en el capítulo cuarto la misma manera de proceder hace posible señalar una serie de avances en cuanto al empleo del modo en las subordinadas sustantivas, entre los que se incluyen: 1) la descalificación de los criterios de la realidad/irrealidad y de la objetividad/subjetividad; 2) la división entre uso obligatorio del modo y posibilidad de alternancia; 3) la inclusión de usos inesperados de ambos modos; 3) la concepción de la selección modal como coherencia semántica entre subordinante y subordinado.
Por último, en el capítulo quinto se hace patente que los avances señalados en los capítulos tercero y cuarto empiezan a insertarse también en la descripción gramatical y se comprueba la forma mediante la que ello tiene lugar.
Η θεώρηση της υποτακτικής έγκλισης στην ισπανική γλώσσα παρουσιάζει εξαιρετική δυσκολία, όχι μόνο σε σχέση με τη διδασκαλία της γλώσσας αυτής ως ξένης, αλλά και σε ό,τι έχει να κάνει με την περιγραφική ανάλυση.
Υπό αυτή την έννοια, θεωρούμε πως ενδεικτικός είναι ο μεγάλος αριθμός μελετών συγχρονικής προσέγγισης, τόσο διδακτικού όσο και θεωρητικού χαρακτήρα. Ωστόσο, σπανίζουν οι γλωσσολογικές ιστοριογραφικές μελέτες. Επί του προκειμένου, επισημαίνουμε το έργο του Zamorano Aguilar (2005), το οποίο πραγματεύεται την περίοδο 1771-1973.
Η παρούσα διατριβή, λοιπόν, σκοπεύει να συμβάλλει στη μελέτη της υποτακτικής έγκλισης από γλωσσολογική ιστοριογραφική σκοπιά. Δεδομένου ότι η υποτακτική είναι, επίσης, ένα θέμα μεγάλης ευρύτητας, εστιάσαμε την προσοχή μας στις δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η διατριβή μας αποτελεί μια ιστοριογραφική θεώρηση της υποτακτικής έγκλισης και της χρήσης της στις δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις και χρησιμοποιεί ένα σώμα Γραμματικών της ισπανικής γλώσσας που δημοσιεύτηκαν μεταξύ του 1973 και του 2009.
Όσον αφορά τη μεθοδολογία, ακολουθούμε την πρόταση του Zamorano Aguilar (2012; 2022). Αυτό σημαίνει ότι η εργασία μας ερμηνεύεται σύμφωνα με τη θεωρία των λειτουργιών της λεκτικής επικοινωνίας. Ειδικότερα, ως πομπούς αντιλαμβανόμαστε τους συγγραφείς των διαφόρων Γραμματικών, ως δέκτες τους παραλήπτες των έργων αυτών (κατά κύριο λόγο φυσικούς ομιλητές), ως μήνυμα τον ορισμό της υποτακτικής έγκλισης και την περιγραφή της χρήσης της στις δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις, ως επαφή τις Γραμματικές, ως κώδικα τη γλώσσα στην οποία συντάχθηκαν, δηλαδή την ισπανική, και ως περικείμενο την περίοδο κατά την οποία δημοσιεύτηκαν.
Ο κύριος στόχος είναι να διερευνηθεί η εξέλιξη των γραμματικών ιδεών σχετικά με τον ορισμό της υποτακτικής έγκλισης και την περιγραφή της χρήσης της στις δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις. Ο κύριος αυτός στόχος αναπτύσσεται στο πέμπτο κεφάλαιο. Εντούτοις, θέσαμε μια σειρά από δευτερεύοντες στόχους, οι οποίοι αναπτύσσονται στα υπόλοιπα κεφάλαια. Πιο συγκεκριμένα, στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται ο εννοιολογικός διαχωρισμός ανάμεσα σε τροπικότητα και έγκλιση, λόγω της συχνής σύγχυσής τους στις Γραμματικές της ισπανικής και του αντίκτυπου της σύγχυσης αυτής στην περιγραφή της υποτακτικής έγκλισης. Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζονται διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις σχετικά με το τι εκφράζει η υποτακτική και στο τέταρτο κεφάλαιο πραγματοποιείται μια ανασκόπηση θεωριών που αφορούν την περιγραφή της χρήσης της υποτακτικής στις δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις. Ο απώτερος σκοπός των κεφαλαίων αυτών είναι να δημιουργηθεί ένα ευρύτερο περικείμενο σε σχέση με την περιγραφή της υποτακτικής ως έγκλισης και της χρήσης της στις δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις κατά την χρονική περίοδο 1973-2009. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, διευρύναμε τους παράγοντες που ορίζουμε σε αυτή την εργασία ως επαφή, ως κώδικα και ως δέκτες. Για την ακρίβεια, συγκεντρώσαμε θεωρίες που δεν περιλαμβάνονται σε Γραμματικές, των οποίων οι παραλήπτες δεν είναι κατ' ανάγκη φυσικοί ομιλητές και δεν έχουν συνταχθεί αποκλειστικά στην ισπανική γλώσσα. Επίσης, για τους σκοπούς της ανάλυσης, οι διάφορες θεωρίες ταξινομούνται με χρονολογική σειρά.
Με βάση την έρευνα, γίνεται καταρχάς αντιληπτό ότι η σύγχυση μεταξύ των εννοιών της τροπικότητας και της έγκλισης έχει βαθιές ρίζες στην γραμματική παράδοση και δίνεται μια εξήγηση σχετικά με τη διάδοσή της σύγχυσης. Επίσης, γίνεται αντιληπτή η αναγκαιότητα του να λαμβάνεται ως σημείο εκκίνησης η τροπικότητα κατά την περιγραφή της χρήση της υποτακτικής στις δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις.
Από την άλλη πλευρά, η διεύρυνση των παραγόντων του πομπού και του δέκτη που πραγματοποιείται στο τρίτο κεφάλαιο μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε ότι, κατά την περίοδο 1973-2009, τo κριτήριο τoυ πραγματικού/μη πραγματικού (realidad/irrealidad), για την περιγραφή της οριστικής και της υποτακτικής αντίστοιχα, αμφισβητούνται και αρχίζουν να αντικαθίστανται από άλλες έννοιες.
Αντίστοιχα, στο τέταρτο κεφάλαιο, μέσω του ίδιου τρόπου προσέγγισης γίνεται αντιληπτή η εξέλιξη των γραμματικών ιδεών σχετικά με τη χρήση της υποτακτικής στις δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις.
Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο καθίσταται σαφές ότι οι γραμματικές ιδέες που επισημάνθηκαν στο τρίτο και στο τέταρτο κεφάλαιο αρχίζουν να εισάγονται και στη γραμματική περιγραφή και επαληθεύεται ο τρόπος με τον οποίο συνέβη αυτό.
© 2001-2024 Fundación Dialnet · Todos los derechos reservados